- μαμούθ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), γένος απολιθωμένων μεγαλόσωμων θηλαστικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαμούθ — Απολιθωμένο θηλαστικό της τάξης των προβοσκιδωτών, που έζησε κατά το πλειστόκαινο (2 εκατ. 9.000 χρόνια πριν), κατά την τελευταία εποχή των παγετώνων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Mammuthus. Το μ. συγγενεύει με τους σύγχρονους ελέφαντες, και … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Катализатор энергии Росси — Это статья о неакадемическом направлении исследований. Пожалуйста, отредактируйте статью так, чтобы это было ясно как из её первых предложений, так и из последующего текста. Подробности в статье и на странице обсуждения … Википедия
απολίθωση — Η διατήρηση ζωικών ή φυτικών οργανισμών του παρελθόντος σε απολιθωμένη (πετρωμένη) μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των οργανισμών, από τις πιο απλές μορφές όπως τα βακτηρίδια, έως τις πιο σύνθετες των ανώτερων οργανισμών, μπορεί να απολιθωθεί. Η α.… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
μαμμούθ — και μαμούθ, το 1. (παλαιοντ.) γένος και γενική κοινή ονομασία απολιθωμένων προβοσκιδωτών που έζησαν κατά το πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής 2. καθετί που εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
υπερτέλεια — η / ὑπερτέλεια, ΝΜ νεοελλ. βιολ. υπέρμετρη ανάπτυξη ορισμένων οργάνων τών οποίων το μέγεθος υπερβαίνει τις χρήσιμες διαστάσεις και γίνεται άχρηστο ή και επιβλαβές, όπως λ.χ. οι μεγάλοι χαυλιόδοντες τού μαμούθ κ.ά. μσν. ο μεγαλύτερος αριθμός («τὴν … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Γκριν — (Green).Ονομασία ποταμών των ΗΠΑ. 1. Στο Γουαϊόμινγκ και στη Γιούτα, δεξιός παραπόταμος (1.180 χλμ.) του Κολοράντο. Έχει λεκάνη 116.500 τ. χλμ. Οι πηγές του βρίσκονται στο δυτικό τμήμα της οροσειράς Γουίντ Ρίβερ. Στην πορεία του, περνά μέσα από… … Dictionary of Greek